καλοκαρδίζω

καλοκαρδίζω
καλοκαρδίζω, καλοκάρδισα βλ. πίν. 33
——————
Σημειώσεις:
καλοκαρδίζω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή.
Το ρ. σημαίνει κυρίως κάνω κάποιον να χαρεί, και σπάνια χαίρομαι ο ίδιος.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοκαρδίζω — (Μ καλοκαρδίζω) [καλόκαρδος] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον χαρούμενο, ευτυχισμένο 2. (αμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαρδισμένος, η, ο(ν) χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος νεοελλ. (με ειρωνική… …   Dictionary of Greek

  • καλοκαρδίζω — καλοκάρδισα, καλοκαρδίστηκα, καλοκαρδισμένος 1. κάνω κάποιον εύθυμο, χαροποιώ: Με καλοκάρδισες με όσα μου είπες. 2. γίνομαι εύθυμος, ευφραίνομαι: Όταν τη βλέπω καλοκαρδίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλοκάρδιστος — η, ο [καλοκαρδίζω] όποιος δεν είναι καλοκαρδισμένος, δεν έχει εύθυμη διάθεση, δεν έχει νιώσει χαρές, βασανισμένος …   Dictionary of Greek

  • ευφραίνω — (ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [εύφρων] 1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ. β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.) 2. και μέσ. ευφραίνομαι αισθάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • καλοκάρδισμα — και καλοκάρδιασμα, το [καλοκαρδίζω] χαροποίηση, χαρά, αγαλλίαση, ευχάριστη ψυχική διάθεση από ευτυχή συμβάντα …   Dictionary of Greek

  • καλοκαρδιάζω — (Μ) [καλοκαρδιά] ευφραίνω, καλοκαρδίζω, χαροποιώ …   Dictionary of Greek

  • καλοκαρδιστής — καλοκαρδιστής, ὁ (Μ) [καλοκαρδίζω] ανοιχτόκαρδος, αυτός που φέρνει ευφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • καλοψυχίζω — και καλοψυχώ και άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος] νεοελλ. 1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή 2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ αυτόν χρωστάω τη… …   Dictionary of Greek

  • ευφραίνω — ανα, άνθηκα. 1. δημιουργώ χαρά, χαροποιώ, καλοκαρδίζω: Αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις (Βαλαωρίτης). 2. μέσ., ευφραίνομαι νιώθω ευχάριστα, ικανοποιούμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”